- ἡμιχοίνικον
- ἡμιχοίνικοςholding a halfmasc/fem acc sgἡμιχοίνικοςholding a halfneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ημιχοίνικος — ἡμιχοίνικος, ον (Α) [ημιχοίνιξ] 1. αυτός που περιέχει μισή χοίνικα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμιχοίνικον μέτρο ξηρών καρπών, οινίκιον*, μισοσοίνικο … Dictionary of Greek
ημιχοινίκιον — ἡμιχοινίκιον και ἡμιχοίνικον, τὸ (Α) [ημιχοίνιξ] μισή χοίνιξ* … Dictionary of Greek